Skip to main content

Περιβαλλοντική Δημοσιογραφία και Βιώσιμη Ανάπτυξη

Του Αντώνη Σκαμνάκη, Καθηγητή ΑΠΘ

Τα περιβαλλοντικά ζητήματα έχουν αναχθεί σε κυρίαρχα εφόσον αυτά έχουν εισέλθει δυναμικά στη δημόσια θεματολογία και απασχολούν πλέον συστηματικά την κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική. Θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και η ατμοσφαιρική ρύπανση, η βιοποικιλότητα και η προστασία του χερσαίου και υδάτινου περιβάλλοντος, η αειφόρος ανάπτυξη  και η χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι μερικά από τα ζητήματα που οι πολίτες αντιμετωπίζουν καθημερινά είτε ως παρατηρητές είτε ως ενεργά υποκείμενα.

Υπάρχουν βέβαια και άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα όπως η όξινη βροχή, η ελάττωση των φυσικών πόρων και ο υπερπληθυσμός (Κούσουλας, 2008). Ταυτόχρονα, όμως, τα προαναφερθέντα ζητήματα βρίσκονται κατά τις τελευταίες δεκαετίες στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Μέσων ενημέρωσης, της ευρύτερης βιομηχανίας της επικοινωνίας καθώς και  του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.

Πράγματι στα τέλη του 1960 τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά ΜΜΕ αναγόρευσαν το περιβάλλον σε είδηση πρώτης κατηγορίας στα πλαίσια της οποίας εντάσσονταν θέματα όπως το κυκλοφοριακό, η μόλυνση της ατμόσφαιρας και των υδάτων ή τα πυρηνικά ατυχήματα. Το «περιβάλλον» έγινε δηλαδή μία ευρεία θεματική κατηγορία κατάταξης επιμέρους ζητημάτων κατά παρόμοιο τρόπο όπως είναι η «οικονομία» ή η «παιδεία» (Δεμερτζής, 2002). Το ίδιο συνέβη και με την θεαματική εισαγωγή των σπουδών στη Περιβαλλοντική Δημοσιογραφία όπου στις ΗΠΑ γνωρίζουν μία θεαματική άνοδο εδώ και 25 περίπου χρόνια (Friedman, 1994)

Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ άρχισαν να ασχολούνται με το περιβάλλον στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τότε που το κύριο περιβαλλοντικό πρόβλημα για τους πολίτες της Αθήνας ήταν το νέφος το οποίο κάλυπτε το λεκανοπέδιο της Αττικής (Ζερεφός, 2009) αλλά και οι πυρκαγιές σε διάφορα μέρη της χώρας. Ταυτόχρονα οι σπουδές στην Περιβαλλοντική Επικοινωνία ή την Περιβαλλοντική Δημοσιογραφία ήταν άγνωστες στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης έως και το 2013 όποτε εισάγεται το μάθημα της περιβαλλοντικής δημοσιογραφίας ως μάθημα επιλογής στο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το ΑΠΘ ήταν από τα πρώτα πανεπιστήμια στην Ευρώπη που ξεκίνησαν την διδασκαλία και την έρευνα στον εν λόγω γνωστικό αντικείμενο.

Η σημασία της Κλιματικής Αλλαγής

Σήμερα η κλιματική αλλαγή είναι ένα θέμα το οποίο δεν επιδρά μόνο στο περιβάλλον αυτό καθ’ αυτό αλλά ιδιαίτερα στη δημόσια συζήτηση και στην ατζέντα των Μέσων. Τούτο διότι η κλιματική αλλαγή εκτός από την υπερθέρμανση του πλανήτη και κατ’ επέκταση την άνοδο της στάθμης των θαλασσών, την εξαφάνιση παράκτιων και νησιωτικών περιοχών συνδέεται και με την οικονομία, την κοινωνική δομή και οργάνωση, την διόγκωση των ταξικών ανισοτήτων, τις μετακινήσεις πληθυσμών συνεπώς και με την αύξηση των μεταναστευτικών ροών και τέλος μακροπρόθεσμα με το ίδιο το μέλλον της ανθρωπότητας.

Για τους παραπάνω λόγους η κλιματική αλλαγή έχει αναχθεί, κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών, σε κυρίαρχο θέμα που απασχολεί τα ΜΜΕ αν και ο βαθμός κάλυψης του εν λόγω ζητήματος διαφέρει από χώρα σε χώρα και από χρόνο σε χρόνο.

Είναι βέβαια γνωστό ότι η κλιματική αλλαγή στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο οφείλεται κυρίως στην υπερθέρμανση του πλανήτη ως αποτέλεσμα της αύξησης των βιομηχανικών ρύπων γεγονός το οποίο σχετίζεται ευθέως με τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Ως εκ τούτου το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής προέρχεται κατά βάση από την βίαιη ανθρώπινη παρέμβαση πάνω στη φύση και λιγότερο με φυσικά φαινόμενα όπως η έκρηξη ηφαιστείων ή και οι πυρκαγιές. Ούτε είναι επίσης σωστό ότι τα βασικά αίτια της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι μόνο οι σύγχρονες βιομηχανικές εγκαταστάσεις ή για παράδειγμα η μαζική χρήση κλιματιστικών και οχημάτων.

Εξίσου συμβάλλει για παράδειγμα ο μετασχηματισμός της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής σε μία μαζική βιομηχανία η οποία δεν στοχεύει πρωτίστως στη κάλυψη των βασικών αναγκών της κοινωνίας αλλά στην αύξηση του κέρδους. Υπό αυτή την έννοια η σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία παράγει τόσα πολλά τα οποία η κοινωνία δεν μπορεί να καταναλώσει και για αυτό ακριβώς το λόγο αυτή θα είναι η κύρια αντίφαση η οποία θα χαρακτηρίζει ως ένα μεγάλο βαθμό ολόκληρη την ανθρωπότητα την επόμενη ιστορική περίοδο.

Άλλο όμως η κλιματική αλλαγή και άλλο η κλιματική κρίση ως έννοιες. Η «κλιματική αλλαγή» διαφέρει  από την «κλιματική κρίση», διότι η κρίση νοείται ως μια προσωρινή κατάσταση και, ενώ μπορεί να είναι εκτεταμένη και μακροχρόνια, δίνει την εντύπωση ότι είναι δυνατή η επιστροφή στην κανονικότητα. Αυτό είναι ήδη αδύνατο.

Επίσης σε μία πρόσφατη έρευνα για τις μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί διεθνώς τα ευρήματα κατέδειξαν ότι οι αυτές οι μελέτες που πραγματεύονται το ίδιο θέμα με διαφορετικούς όρους όπως «κλιματική αλλαγή» και «κλιματική κρίση» είναι θεμελιωδώς διαφορετικές. Οι μελέτες που χρησιμοποιούν την έννοια της «κλιματικής αλλαγής» υιοθετούν μια πιο τεχνο-επιστημονική μεθοδολογική προσέγγιση που συνδέει το Global Warming με έννοιες όπως η ξηρασία, οι αλλαγές της στάθμης της θάλασσας, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η γεωργία. Αντίθετα, μελέτες που χρησιμοποιούν την έννοια της «κλιματικής κρίσης» συνδέουν την Υπερθέρμανση με την κλιματική δικαιοσύνη και έννοιες όπως για παράδειγμα ο νεοφιλελευθερισμός.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μελέτες που χρησιμοποιούν τον όρο «κλιματική κρίση» είναι κυρίως μελέτες που πραγματοποιούνται από ερευνητές κοινωνικών επιστημών που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα σε ένα διεπιστημονικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, ενώ η «κλιματική αλλαγή» χρησιμοποιείται από ερευνητές φυσικής επιστήμης, συμπεριλαμβανομένης της κλιματολογίας, της επιστήμης της γης και της οικολογίας τους πλέον αρμόδιους, δηλαδή.

Η μείωση της Βιοποικιλότητας

Ένα, επίσης, σημαντικό περιβαλλοντικό ζήτημα που απασχολεί τα ΜΜΕ είναι η διαρκής μείωση της Βιοποικιλότητας κάτι το οποίο συνδέεται επίσης με την ανθρώπινη δραστηριότητα.

Η μείωση της Βιοποικιλότητας επιφέρει φέρει δραματικές αλλαγές στον πλανήτη όπως η απώλεια ειδών της χλωρίδας και της πανίδας, εξαφάνιση οικοτόπων και αλλαγή της γεωμορφολογίας ευαίσθητων περιοχών (ακτές, υγρότοποι, αγροτικό τοπίο κ.α.), αποξήρανση υγροτόπων, εξαφάνιση παρθένων δασών, ρύπανση και υφαλμύρωση νερών, κ.α (Χρυσόγελος, 2009).

Σε όλα τα προαναφερθέντα θα πρέπει να προστεθούν επίσης, ως συνέπειες της ανθρώπινης δραστηριότητας, η εισβολή ξένων ειδών η οποία μπορεί να επιφέρει δραματική αλλαγή στην ισορροπία του πληθυσμού ενός οικοσυστήματος αλλά και η σύγχρονη βιομηχανική μαζική παραγωγή η οποία στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης εξαφανίζει τις διάφορες ποικιλίες, φυτικών κυρίως ειδών, και την επικράτηση μικρού αριθμού ανθεκτικών υβριδίων τα οποία είναι όμως ευαίσθητα σε ασθένειες και παράσιτα επεκτείνοντας έτσι τη χρήση φυτοφαρμάκων με ότι αυτό συνεπάγεται για το λιμνοποτάμιο περιβάλλον και την Βιοποικιλότητα.

Αειφορία και οικονομική ανάπτυξη

Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το αναπτυξιακό μοντέλο στο οποίο στηρίχθηκαν και εξακολουθούν να στηρίζονται οι σύγχρονες κοινωνίες δεν γεννά μόνο κοινωνικές αλλά και περιβαλλοντικές ανισότητες όπως για παράδειγμα αυτές οι οποίες έχουν δημιουργηθεί σε βάρος των φτωχών χωρών των οποίων οι φυσικοί πόροι έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την δραστηριότητα μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων των λεγόμενων ανεπτυγμένων οικονομιών.

Εδώ ακριβώς εισέρχεται η Αειφορία ο οποίος ως όρος στην Ελλάδα είναι συνώνυμος με τη Βιωσιμότητα. Η έννοια της Αειφορίας  εισάγεται σταδιακά από τη δεκαετία του ΄60, οπότε αρχίζουν να καταγγέλλονται ζητήματα που σχετίζονται με τις δυσμενείς επιπτώσεις της οικονομικής ανάπτυξης στο περιβάλλον και την κοινωνία. Το  περιβαλλοντικό κίνημα αρχίζει να καταγγέλλει την αναπτυξιακή ιδεολογία ως βασική υπαίτια για τα περιβαλλοντικά και τα κοινωνικά προβλήματα και θέτει το αίτημα του επαναπροσδιορισμού της έννοιας της ανάπτυξης και της προόδου (Φλογαΐτη, 2006).

Τα τελευταία χρόνια έχει εισαχθεί, επίσης, ο όρος πράσινη ανάπτυξη η οποία αφορά τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο δεν θα πρέπει να συγχέονται οι έννοιες της πράσινης μεγέθυνσης (green growth) και αυτή της βιώσιμης ανάπτυξης. Στη πρώτη περίπτωση αναφερόμαστε σε μία στρατηγική που επιδιώκει να αναθερμάνει την οικονομία μέσω δράσεων και επενδύσεων φιλικών προς το περιβάλλον ενώ στη δεύτερη περίπτωση σε ένα διαφορετικό από το σημερινό πρότυπο ανάπτυξης που επιδιώκει την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα, υιοθετώντας μία ανθρωποκεντρική και ολιστική οπτική (Λέανδρος, 2012).

Περιβαλλοντική Επικοινωνία

Η επικοινωνία είναι μία μορφή δράσης και κοινωνικής δραστηριότητας που περιλαμβάνει την παραγωγή, μετάδοση και πρόσληψη συμβολικών μορφών. Υπάρχουν βέβαια πολλές προσεγγίσεις και ορισμοί για το τι είναι επικοινωνία. Σύμφωνα με τον Gerbner η επικοινωνία μπορεί να οριστεί ως κοινωνική αλληλεπίδραση διαμέσου μηνυμάτων (Gerbner, 1967) ενώ για άλλους επικοινωνία είναι η μετάδοση πληροφοριών, ιδεών, στάσεων ή συναισθήματος από ένα πρόσωπο σε ένα άλλο κυρίως διαμέσου συμβόλων (Theodorson and Theodorson, 1969).

Η επικοινωνία όμως αποκτά διαφορετικά χαρακτηριστικά εξαιτίας της εμφάνισης της μαζικής κοινωνίας (McQuail, 1995) αλλά και των τεχνολογικών μέσων. Υπό αυτές τις συνθήκες εμφανίζεται η μαζική επικοινωνία η οποία συμπεριλαμβάνει τους θεσμούς και τις τεχνικές με τις οποίες ειδικευμένες ομάδες χρησιμοποιούν τεχνολογικά μέσα(Τύπος, ραδιόφωνο, τηλεόραση κ.τ.λ.), για να διαδώσουν κάποιο συμβολικό περιεχόμενο σε μεγαλύτερα, ετερογενή και διασκορπισμένα ακροατήρια (Janowitz, 1968). 

Η περιβαλλοντική επικοινωνία είναι ένα πεδίο εντός του επιστημονικού κλάδου της επικοινωνίας καθώς και ένα μετά-πεδίο που διασχίζει τους επιστημονικούς κλάδους. Η έρευνα και η θεωρία εντός του πεδίου είναι ενωμένες από την τοπική έμφαση στην επικοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις με το περιβάλλον (Milstein: 2009).

Αλλά η Περιβαλλοντική Επικοινωνία έχει άμεση σχέση και με την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση εφόσον η πρώτη εμπεριέχει την τυπική και μη τυπική εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση και την ευαισθητοποίηση και ως εκ τούτου η Περιβαλλοντική Επικοινωνία εμπεριέχει όλες τις μορφές της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Τσαμπούκου-Σκαναβή: 2004).

Περιβαλλοντική Δημοσιογραφία

Ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζουν η επικοινωνία και τα ΜΜΕ δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι βοηθούν να ορίσουμε «το περιβάλλον» ως έννοια και πεδίο αλλά πολύ περισσότερο να αναδειχθούν τα περιβαλλοντικά θέματα και προβλήματα στο ευρύτερο κοινό αλλά και στο πολιτικό σύστημα.

Ήδη από το 1973 ορισμένοι ερευνητές απαρίθμησαν πολλές από τις δυσκολίες που τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αντιμετωπίζουν στη προσπάθεια τους να καλύψουν τα θέματα για το περιβάλλον. Ο παραδοσιακός τρόπος κάλυψης των γεγονότων, η αντικειμενικότητα του ρεπορτάζ, οι πιέσεις των διαφημιστών, η μη προσφορά επαρκούς πληροφόρησης, η απροθυμία ορισμένων δημοσιογράφων να εμπιστεύονται τις πηγές των οικολόγων, ο χώρος και ο χρόνος και τα οικονομικά όλα αυτά δημιουργούν ιδιαίτερες προκλήσεις για τούς περιβαλλοντικούς δημοσιογράφους (Sellers and Jones, 1973)

Η σύγχρονη περιβαλλοντική δημοσιογραφία αναπτύχθηκε την δεκαετία του 60 με αφορμή την έκδοση το 1962 του βιβλίου της Αμερικανίδας βιολόγου Rachel Carson υπό τον τίτλο Silent Spring το οποίο ασχολήθηκε με τους κινδύνους που προκύπτουν από την εκτεταμένη χρήση χημικών όπως το DDT. Αν και τα θέματα του περιβάλλοντος προϋπήρχαν η περιβαλλοντική δημοσιογραφία αναπτύχθηκε εξαιτίας της σημαντικής ορατότητας που  απέκτησαν τα περιβαλλοντικά θέματα από την έκδοση του εν λόγω βιβλίου (Palen, 1998).

Την δεκαετία του 70 οι καναδοί δημοσιογράφοι κάλυψαν, για πρώτη φορά εκτεταμένα, θέματα που αφορούσαν την υγεία του τοπικού πληθυσμού από τοξικά παράγωγα. Ιδιαίτερα μετά την ανεύρεση στα ψάρια ορισμένων περιοχών και κυρίως της περιοχής του Οντάριο μεγάλης ποσότητας υδραργύρου (Keating, 1993). 

Ο όρος περιβαλλοντική δημοσιογραφία έχει εισαχθεί προσφάτως στη διεθνή βιβλιογραφία φέρει πληθώρα ερμηνειών και συχνά συμπεριλαμβάνει πολλές διαφορετικές ερμηνείες συγχρόνως. Γενικά όμως μπορεί να θεωρηθεί η δημοσιογραφία που ασχολείται με τα θέματα περιβάλλοντος η οποία εστιάζει στην ανθρώπινη επίδραση και περιλαμβάνει θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και η απώλεια της Βιοποικιλότητας. Η κάλυψη θεμάτων των θετικών επιστημών και επιστημών υγείας παίζουν επίσης ρόλο στο έργο του περιβαλλοντικού δημοσιογράφου.

Με την πάροδο του χρόνου η περιβαλλοντική δημοσιογραφία μετασχηματίστηκε διότι τα περιβαλλοντικά θέματα μετατράπηκαν από  παραδοσιακά (που σχετίζονταν με θέματα προστασίας) σε ζητήματα σύγχρονα που αφορούν στη μόλυνση του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή και στον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ καλύπτουν τις αλλαγές που συντελούνται σε αυτό. Έτσι ένα βασικό χαρακτηριστικό της περιβαλλοντικής δημοσιογραφίας είναι η πολυδιάστατη προσέγγιση της.

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Δημοσιογραφία για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή βρίσκεται σε ένα σημείο διασταύρωσης ανάμεσα στη πολιτική, την οικονομία, την επιστήμη, την φύση και τον πολιτισμό μεταξύ, του ατομικού και του κοινού αλλά και μεταξύ του τοπικού, περιφερειακού και πλανητικού (Bodker and Neverla, 2012). Υπάρχουν αρκετοί ορισμοί για το τι είναι περιβαλλοντική δημοσιογραφία.

Είναι βέβαιο, όμως, ότι ενυπάρχουν ορισμένες γενικότερες αλλά και ειδικότερες παράμετροι που επηρεάζουν τη θέση του περιβάλλοντος στην ημερήσια διάταξη των σύγχρονων κοινωνιών και τούτο διότι δεν υπάρχει γεγονός, συμβάν, φαινόμενο, συμπεριφορά ή ενέργεια που να διαθέτει εγγενώς και «εκ του φυσικού» την ιδιότητα να αναγορεύεται σε πρόβλημα ή σε «είδηση». Αυτό επιτελείται πάντοτε βάσει κοινωνικών κριτηρίων αξιολόγησης, επιλογής, ταξινόμησης και κατηγοριοποίησης. Έτσι το περιβάλλον ως είδηση σημαίνει ότι αυτό δεν μπορεί να ειδωθεί πέραν και εκτός της διαδικασίας της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας μέσω των ΜΜΕ (Δεμερτζής, 2002). Αλλά και άλλοι ερευνητές  θεωρούν ότι οι η πληροφορία και ειδήσεις για το περιβάλλον, τις περιβαλλοντικές καταστροφές και τα περιβαλλοντικά θέματα ή προβλήματα δεν συμβαίνουν από μόνα τους αλλά μάλλον «παράγονται» και «κατασκευάζονται» (Hansen, 2010).

Για παράδειγμα η πρόσφατη εισαγωγή του όρου της επονομαζόμενης «Κυκλικής Οικονομίας» στο δημοσιογραφικό περιεχόμενο των Μέσων δεν αναδεικνύει ότι τα απορρίμματα είναι ένα δημόσιο αγαθό το οποίο οι πολίτες έχουν πληρώσει  τουλάχιστον τρεις φορές (το προϊόν με το άχρηστο, τα τέλη συγκομιδής και εναπόθεσης, το περιβαλλοντικό τέλος) και ως εκ τούτου ότι είναι ένας καθαρά κοινωνικός πλούτος του οποίου η εκμετάλλευση και αξιοποίηση έπρεπε να ανήκει, πρωτίστως,  στις τοπικές κοινότητες. Συνεπώς στη θέση της «Κυκλικής Οικονομίας» μάλλον θα έπρεπε να μιλάμε για την «Κοινωνική Κυκλική Οικονομία».