Σκέψεις για την κρίση στα ΜΜΕ
Φίλος συνάδελφος, συνεργάτης σε εφημερίδα που εργάστηκα τον… περασμένο αιώνα, μου έστειλε το ακόλουθο κείμενο, γραμμένο τουλάχιστον 10 χρόνια πριν, το οποίο ωστόσο δεν θέλει να υπογράψει – αν και το προσυπογράφει – «επειδή, είναι copy paste από το blog ANemos http://naftilos.blogspot.com) », όπως γράφει. Πρόκειται για ένα κείμενο που εάν το γνώριζα νωρίτερα, θα είχα περιλάβει μεγάλο μέρος του στο Συντάκτη Ύλης, αναφέροντας φυσικά την πηγή του στη βιβλιογραφία. Η ανάρτηση:
Τα ΜΜΕ βρίσκονται σε κρίση… Κρίση οικονομική και κρίση αξιοπιστίας… Κυρίως υπαρξιακή κρίση, που συμπίπτει με μια πρωτοφανή έκρηξη της ροής πληροφοριών αλλά και αύξησης της αναγνωσιμότητας αυτών των πληροφοριών. Ποτέ πριν στην ιστορία, τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν διάβαζαν τόσες πολλές πληροφορίες. Βρίσκονται σε κρίση διότι τα «προϊόντα» τους έπαψαν να «πουλάνε». Και τα «προϊόντα» των ΜΜΕ είναι οι ειδήσεις…
Η κρίση αξιοπιστίας προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης των ΜΜΕ. Η οικονομική κρίση των ΜΜΕ προηγήθηκε της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η κρίση αξιοπιστίας αλλά και η οικονομική κρίση προηγήθηκαν της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και επιτείνονται από αυτή. Βασικό αίτιο της κρίσης αξιοπιστίας στα ΜΜΕ ήταν η συγκέντρωσή τους σε όλο και λιγότερα χέρια, σε λιγότερους «ομίλους» και ο παραμερισμός των παραδοσιακών εκδοτών. Δεύτερο βασικό αίτιο είναι η μετακίνηση του «παραδοσιακού» κοινού των εφημερίδων, αρχικά προς τα ηλεκτρονικά μέσα (ραδιόφωνο, τηλεόραση) και αργότερα στα Νέα Μέσα.
Η απαξίωση της πολιτικής σκηνής και των κομμάτων οδήγησαν σε ανάλογη απαξίωση των πολιτικών φύλλων και των εφημερίδων-κομματικών οργάνων –των μόνο που ήταν ανεξάρτητα από τις διαφημιστικές εταιρείες- που με τη σειρά της οδήγησε στη συρρίκνωση των πωλήσεών τους.
Οι εφημερίδες έπαψαν να αποτελούν στοιχείο ταυτότητας του αναγνώστη. Ένα στοιχείο που συμπλήρωνε την κοινωνική, πολιτική και οικονομική του υπόσταση. Με σημερινούς όρους χάθηκε η έννοια του «ανήκειν σε μια κοινότητα» αναγνωστών. Κάτι που τώρα αναπτύσσεται από τα Online Μέσα, τα λεγόμενα Κοινωνικά Δίκτυα.
Μεγάλοι επιχειρηματίες εισέβαλαν στον εκδοτικό χώρο για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη και να χρησιμοποιήσουν τα ΜΜΕ ως μέσα προβολής και προώθησης των βασικών τους δραστηριοτήτων, χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν βασικά στοιχεία των ΜΜΕ και του τρόπου λειτουργίας τους.
Οι όμιλοι προσπάθησαν να μετατρέψουν τα ΜΜΕ από επιχειρήσεις περιορισμένου κόστους και κέρδους (συνήθως πλήρως ισολογισμένες) σε επιχειρήσεις χαμηλού κόστους και υψηλού κέρδους. Χαμηλό κόστος και υψηλό κέρδος σημαίνει υποχρηματοδότηση της δημοσιογραφίας σε όλες τις εκφάνσεις. Η υποχρηματοδότηση της δημοσιογραφίας οδήγησε σε κρίση αξιοπιστίας της ίδιας της δημοσιογραφίας και των δημοσιογράφων.
Όταν δεν πληρώνεις ανταποκριτές, φωτορεπόρτερ, ερευνητές δημοσιογράφους, έξοδα αποστολών αλλά και εκπαίδευσης, τότε τα μόνα που σου μένουν είναι: οι μεταφράσεις και το rewriting από τα ξένα πρακτορεία, το copy-paste των Δελτίων τύπου και το «ρεπορτάζ» των υπουργείων. Και τα «τηλεπαράθυρα», που δεν είναι δημοσιογραφία. Η υποχρηματοδότηση της δημοσιογραφίας οδήγησε στην ισχυροποίηση των μεγάλων Πρακτορείων Ειδήσεων που «πωλούν» πληροφορίες που καλύπτουν μεγάλο μέρος της ύλης των ΜΜΕ.
Χαμηλό κόστος και υψηλό κέρδος σήμαινε επίσης την «εισβολή» νέων ενδοεπιχειρησιακών τομέων (ξένων μέχρι τότε για το χώρο των ΜΜΕ και της δημοσιογραφίας) όπως το Marketing και οι Πωλήσεις αλλά και η παράλληλοι αύξηση του Διοικητικού προσωπικού. Οι τομείς αυτοί από επικουρικοί έγιναν κυρίαρχοι στο εσωτερικό των ΜΜΕ, με αποτέλεσμα τη διάβρωση ολόκληρης της δομής τους και τη μετατροπή του σε δυσκίνητο, αυστηρά ιεραρχικό, γραφειοκρατικό μηχανισμό που με τη σειρά του οδήγηση στην απονεύρωση του δημοσιογραφικού τμήματος.
Η «εισβολή» του Marketing και των Πωλήσεων και η κυριαρχία τους αλλοίωσε τη μορφή και τους στόχους των ΜΜΕ σε βάρος της ενημέρωσης και υπέρ των «προϊόντων». Νέοι επιχειρηματίες, Marketing και Πωλήσεις και Διαφημιστικές εταιρείες, συνέβαλαν στην περαιτέρω πτώση της δημοσιογραφικής αξιοπιστίας καθώς και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι –κατά παράβαση των καταστατικών και της δεοντολογίας τους- εξαναγκάστηκαν να σκέφτονται «προϊοντικά». Τα «δημοσιογραφικά προϊόντα» δημιουργούνται πλέον όχι με γνώμονα την ενημέρωση του κοινού και την αύξηση των αναγνωστών αλλά την προσέλκυση διαφημιζόμενων. Οι καταστροφικές για το χώρο των ΜΜΕ στρατηγικές του Marketing και των Πωλήσεων οδήγησαν στον υπερκορεσμό της αγοράς με ομοειδή δημοσιογραφικά προϊόντα που κονιορτοποίησαν την «αγοραστική πίτα». Παράλληλα, ο αριθμός των εφημερίδων, των περιοδικών, των ρ/σ και των τηλεοπτικών σταθμών ξεπέρασε κατά πολύ τις ανάγκες και τις αντοχές του κοινωνικού συνόλου άρα και τις δυνατότητες στήριξής τους. Νέοι επιχειρηματίες, Marketing και Πωλήσεις και Διαφημιστικές Εταιρείες συνέβαλαν επίσης στη δημιουργία δημοσιογράφων-προϊόντων, κυρίως στα ηλεκτρονικά Μέσα αλλά και σε πολλά έντυπα. Το προσωπικό των τομέων του Marketing και των Πωλήσεων επιβάρυνε το κόστος των ΜΜΕ χωρίς ποτέ να φέρουν πίσω τα λεφτά τους παρά μόνο συγκυριακά. Το ίδιο και η δημιουργία δημοσιογράφων-προϊόντων με υπέρογκες, εξωπραγματικές αμοιβές. Το ίδιο και οι εξωπραγματικές αμοιβές και τα Bonus των διευθυντικών στελεχών. Πράγματα εντελώς «ξένα» μέχρι πριν από 15 χρόνια. Το ίδιο και οι μεγάλες αυξήσεις στο χαρτί αλλά και στα λειτουργικά έξοδα.
Σε παρασιτικές επιχειρήσεις μετατράπηκαν τα ΜΜΕ, ενώ ταυτόχρονα έγιναν καζάνι δίχως πάτο με εμφανή αποτελέσματα στην ποιότητα της ενημέρωσης που παρείχαν. (Χώρια οι επιπτώσεις που έχει όλο αυτό στην ποιότητα της δημοκρατίας και στους θεσμούς της κοινωνίας). Η πλήρης εξάρτηση των ΜΜΕ από τη διαφήμιση (ιδιωτική και κρατική) επέτειναν την κρίση αξιοπιστίας τους.
Οι Διαφημιστικές εταιρείες και media shops αφού εκπόρνευσαν τα ΜΜΕ βγάζοντάς τα στο κλαρί, τώρα τα περιφρονούν για τον ίδιο ακριβώς λόγο (δεν έχουν ενδιαφέρον, δεν είναι ελκυστικά, έπαψαν να έχουν υψηλού επιπέδου αναγνώστες). Τα ΜΜΕ έχασαν έναν από τους βασικούς τους λόγους ύπαρξης: τον έλεγχο της εξουσίας. Και ταυτόχρονα έπαψαν να ενημερώνουν, προσθέτοντας χιλιάδες πληροφορίες στα εκατομμύρια των πληροφοριών που παράγονται καθημερινά.
Η κρίση αξιοπιστίας των ΜΜΕ αφορούσε -και συνεχίζει να αφορά- περισσότερο την τηλεόραση και λιγότερο τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Ελάχιστα το ραδιόφωνο. Η κρίση αξιοπιστίας των ΜΜΕ και της δημοσιογραφίας οδήγησε στη μείωση των πωλήσεων των εντύπων και στην αύξηση της θεαματικότητας της (δωρεάν, ούτως ή άλλως) τηλεόρασης.
Η μείωση των πωλήσεων των εντύπων οδήγησε και στον περιορισμό των διαφημιστικών τους εσόδων. Ο αριθμός των πωλήσεων εφημερίδων περιοδικών, έχει ΚΑΙ ποσοτικά ΚΑΙ ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Τα νούμερα τηλεθέασης έχουν ΜΟΝΟ ποσοτικά χαρακτηριστικά κι αυτό συμβαίνει με ευθύνη των εταιρειών (ΤΗΣ εταιρείας, μάλλον) μετρήσεων και την αποδοχή των ίδιων των ιδιοκτητών των ΜΜΕ. Η έλλειψη αντικειμενικών μετρήσεων κάνει το τοπίο ακόμη πιο θολό τόσο για το αναγνωστικό κοινό όσο και για τους ίδιους τους επιχειρηματίες των ΜΜΕ. Παρ’ όλα αυτά, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των εντύπων και η αξιοπιστίας τους, παρά τη γενική κρίση, παραμένουν υψηλότερα από ό,τι των ηλεκτρονικών μέσων. Αυτός είναι και ο λόγος βάση του οποίου οι επιχειρηματίες δεν τα έκλειναν μέχρι τώρα, χρησιμοποιώντας τα ως μέσα πίεσης και παρέμβασης.
Παράλληλα, η αύξηση της θεαματικότητας της τηλεόρασης οδήγησε στην (πρόσκαιρη) αύξηση των διαφημιστικών εσόδων της τηλεόρασης, ενώ η μείωση των πωλήσεων των εντύπων και ο περιορισμός των εσόδων από τις διαφημίσεις «αντιμετωπίσθηκε» με αύξηση των παρεχόμενων εντύπων (ένθετα) και την παροχή προσφορών. Έτσι δημιουργήθηκε ένα νοσηρό πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στα Μέσα με βάση τις προσφορές τους. Άλλωστε τα περισσότερα ένθετα περιοδικά δημιουργήθηκαν καθ’ υπαγόρευση των Τμημάτων Marketing σε συνεργασία με τις διαφημιστικές εταιρείες έχοντας κατ’ επίφαση «δημοσιογραφική» ύλη, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τους διαφημιζόμενους.
Προσφορές και ένθετα «ανέβασαν» τις κυριακάτικες εκδόσεις και οδήγησαν σε κατάρρευση τις πωλήσεις και τα διαφημιστικά έσοδα των ημερήσιων φύλλων. Άλλοτε κραταιά περιοδικά με αυτόνομη παρουσία συγχωνεύτηκαν μέσα σε μεγάλες εφημερίδες, «τσακίζοντας» έτσι την αγορά των περιοδικών περιπτέρου. Οι «συμπληρωματικές» κυριακάτικες εκδόσεις της δεκαετίας του ’80 και του ’90 έγιναν οι «ναυαρχίδες» των εκδοτικών συγκροτημάτων, με αποτέλεσμα κάποιες εφημερίδες σκέφτονται να καταργήσουν τις ημερήσιες εκδόσεις τους.
Οι παροχές των εντύπων οδήγησαν σε πρόσκαιρη αύξηση των πωλήσεων και σε «έκρηξη» του κόστους καθώς αυτό υπερβαίνει την τιμή της εφημερίδας. Η αύξηση του αριθμού των Μέσων (νέα έντυπα, νέοι ρ/σ, νέα κανάλια) οδήγησε σε συγκυριακή, εκρηκτική αύξηση της ζήτησης νέων δημοσιογράφων (ή «δημοσιογράφων») αλλά και τη δημιουργία υψηλόμισθων «τηλεαστέρων», ενώ με την εμφάνιση των δημοσιογράφων-προϊόντων και των τηλεαστέρων δημιουργήθηκε ένα στρώμα χαμηλόμισθων και με «μπλοκάκι» δημοσιογράφων για να στηρίξουν τους πρώτους αλλά και τις μεγάλες επιχειρήσεις των ΜΜΕ.
Ταυτόχρονα αυξήθηκε ο αριθμός των τεχνικών τύπου, των τεχνικών των ηλεκτρονικών μέσων, των εργαζομένων στα ατελιέ και στις αίθουσες επεξεργασίας εικόνας και ήχου, των διοικητικών υπαλλήλων. Ωστόσο, τα συνδικαλιστικά όργανα των εργαζομένων στα ΜΜΕ αγνόησαν τις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις στο χώρο, τις αλλαγές στις ανάγκες και τις προϋποθέσεις της ίδιας τους της δουλειάς αλλά και της κοινωνίας συνολικά.
Οι άλλοτε πρωτοπόροι –λόγω πληροφόρησης- στην υιοθέτηση και ενσωμάτωση νέων (για την εποχή) τεχνολογιών (τυπογραφεία, offset, τηλεόραση κτλ κτλ) έμειναν πίσω ακόμη και από αρτηριοσκληρωτικούς οργανισμούς όπως π.χ. το Δημόσιο. Μεγάλο μέρος του δημοσιογραφικού κόσμου κατάληξε να είναι «ψηφιακά αναλφάβητο» και τεχνοφοβικό. Τα συγκροτήματα των ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι δεν κατάφεραν να προβλέψουν και να αντιμετωπίσουν τη δημιουργία και ανάπτυξη των νέων ανταγωνιστικών παραγόντων και κυρίως αυτή των Νέων Μέσων αλλά και του Free-Press.
Οι πρώτες αντιδράσεις των συγκροτημάτων των ΜΜΕ απέναντι στο διαδίκτυο και τα Νέα Μέσα ήταν απαξιωτικές έως και εχθρικές. Στη συνέχεια προσπάθησαν να περάσουν στις online εκδόσεις δοκιμάζοντας συνδρομητικά οικονομικά μοντέλα τα οποία όλα απέτυχαν. Η δωρεάν πρόσβαση των χρηστών στην πληροφορία που παρέχουν τα Νέα Μέσα καθιερώνεται άπαξ και δια παντός χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Δυστυχώς όμως, τα παραδοσιακά ΜΜΕ αδυνατούν να κατανοήσουν τον άνοιγμα ενός νέου Δημόσιου Χώρου και τη δυνατότητα δημιουργίας κοινοτήτων σε αυτόν, αλλά και τις διαφορές ανάμεσα στην αναλογική μετάδοση (ανάγνωση, θέαση, ακρόαση) και την ψηφιακή. Εν κατακλείδι, αδυνατούν να κατανοήσουν τις διαφορές ανάμεσα στη σύγχρονη και την ασύγχρονη επικοινωνία και κυρίως τη διαφορά μεταξύ μονόδρομης και την αμφίδρομης επικοινωνίας. Και σε οικονομικό επίπεδο αδυνατούν να ανακαλύψουν πώς μπορούν να αποδώσουν οι επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες. Δεν κατανοούν την οικονομία του «Δωρεάν» και ότι οι χρήστες δεν πρόκειται ΠΟΤΕ να πληρώσουν για να αποκτήσουν κάποια πληροφορία online… Δεν κατανοούν το αυταπόδεικτο: στην εποχή μας –σε αντίθεση με τι συνέβαινε πριν από 20-30 χρόνια- υπάρχει υπερεπάρκεια πληροφοριών οι οποίες διαδίδονται με αστραπιαίες ταχύτητες.
Το πρόβλημα είναι σήμερα η αναζήτηση των πληροφοριών που χρειάζεται κάποιος μέσα σε ένα πληροφοριακό χάος. Ρόλο που έχουν αναλάβει οι μηχανές αναζήτησης και που σε αυτόν στηρίζουν τη δύναμή τους. Και το φιλτράρισμα, ο έλεγχος της αλήθειας και η διασταύρωση των πληροφοριών, που θα έπρεπε να είναι ένας από τους ρόλους των σύγχρονων ΜΜΕ. Κατά συνέπεια, η σχέση των παραδοσιακών ΜΜΕ με την online εκδοχή τους, περιορίζεται στον λανθασμένο κανόνα: «παλιό κρασί σε νέα βαρέλια». Δεν αντιλαμβάνονται ότι όταν περιφρονείς την ίδια την εφημερίδα, θα περιφρονήσεις ΚΑΙ την online εκδοχή της.
Το λάθος: Οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ εκχώρησαν την υπόθεση της μετάβασης στην online εκδοχή τους στα τμήματα Τεχνικής Υποστήριξης ή σε εταιρείες παροχής υπηρεσιών πληροφορικής, αγοράζοντας έτοιμα, θηριώδη και δύσχρηστα πακέτα εφαρμογών και αφήνοντας απ’ έξω τους δημοσιογράφους. Και αντί να ασχοληθούν με το αντικείμενό τους, το περιεχόμενο, ασχολούνται με «μηχανάκια» και «εφαρμογές». Παραγνωρίζοντας ότι, παρά την κρίση αξιοπιστίας τους, οι εφημερίδες εξακολουθούν να αποτελούν τους κύριους τροφοδότες περιεχομένου στο διαδίκτυο. Καθώς χιλιάδες χρήστες έχουν την ύλη τους ως κεντρικό σημείο αναφοράς, αντιγράφοντάς της, σχολιάζοντάς της, παραπέμποντας σε αυτό το περιεχόμενο. Και φυσικά δεν αξιοποιούν αυτό το στοιχείο.
Έχασαν το νεανικό κοινό τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Ένα κοινό που μεγάλωσε με τα ηλεκτρονικά Μέσα και το Διαδίκτυο. Η απώλεια αυτή θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση των διαφημιστικών εσόδων, αλλά και των ίδιων των αναγνωστών. Έτσι χάνουν μια ακόμη ευκαιρία: της εκτεταμένης χρήσης της τεχνολογίας για την περικοπή ενός μεγάλου μέρους του κόστους τους. Αντίθετα, η καθυστερημένη υιοθέτηση νέων τεχνολογιών επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το ήδη αυξημένο κόστος τους. Κι ακόμη, δεν αντιλαμβάνονται ότι στην εποχή των Νέων Τεχνολογιών δεν είναι αναγκαία η φυσική παρουσία όσων εργάζονται σε αυτά ή γι’ αυτά. Τουλάχιστον, όχι όλων.
Επιμύθιο: Τα παραδοσιακά ΜΜΕ, ακόμη κι αυτά που έχουν online παρουσία, δεν έχουν προσαρμοστεί στο νέο τρόπο μετάδοσης της είδησης και στο κύκλο «ζωής» της αλλά και στη σύνδεσή της με άλλες ειδήσεις, άρθρα, πηγές κτλ. Αντί να επανεξετάσουν και επαναπροσδιορίσουν το ρόλο τους στην εποχή των Νέων Μέσων, κηρύσσουν τον πόλεμο στους άλλους «παίκτες» της ενημέρωσης: στις μηχανές αναζήτησης, στα ιστολόγια, στα site κοινωνικής δικτύωσης. Δεν επενδύουν στην έρευνα, δεν ενημερώνονται, δεν παρακολουθούν το τι συμβαίνει γύρω τους. Και κλείνονται στον αυτιστικό εαυτό τους, πεθαίνοντας μέρα με την ημέρα…
Η αδέσμευτη και ποιοτική δημοσιογραφία δεν εξασφαλίζεται τζάμπα
Πολύ πιο επίκαιρη είναι η ανάρτηση του https://slpress.gr/ στις 08/04/2024, στην οποία μεταξύ άλλων τονίζεται:
Η παραγωγή καθημερινά πρωτότυπου και ποιοτικού ενημερωτικού περιεχόμενου κοστίζει. Για να έχουν οι αναγνώστες καθημερινά στην οθόνη τους το ενημερωτικό προϊόν που έχουν, ικανός αριθμός δημοσιογράφων και τεχνικών εργάζεται σκληρά 365 ημέρες το χρόνο. Και ως εργαζόμενοι πρέπει να πληρώνονται. Όποιος έχει την απαίτηση ή απλώς έχει εθισθεί να βρίσκει τα πάντα τζάμπα στο Διαδίκτυο, ας αναλογισθεί ότι το τζάμπα σκοτώνει την αδέσμευτη δημοσιογραφία. Η ποιότητα δεν μεταφράζεται σε διαφημιστικά έσοδα, ενώ η αδέσμευτη δημοσιογραφία δεν είναι αγαπητή από τις κάθε είδους εξουσίες. Ως εκ τούτου συναντά πολύ μεγάλα εμπόδια στην εξασφάλιση διαφημιστικών εσόδων.
Δυστυχώς, η αδέσμευτη δημοσιογραφία, που θα έπρεπε να είναι κανόνας έχει καταντήσει μάλλον εξαίρεση και εμμέσως υπό διωγμό. Οι κάθε είδους ισχυροί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες ασκούν πλέον ασφυκτικό έλεγχο στα ΜΜΕ, ακριβώς επειδή έχουν συνείδηση του ρόλου που αυτά παίζουν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Όλα αυτά τα χρόνια τις επιπτώσεις στην ενημέρωση από το υφιστάμενο ασφυκτικό ολιγοπώλιο, τις διαπιστώνουμε με κραυγαλέο τρόπο.
Στη σημερινή Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, της λειτουργικής αποδιοργάνωσης, της θεσμικής έκπτωσης και βεβαίως των εθνικών κινδύνων, όμως, η ανάγκη για αδέσμευτη δημοσιογραφία έχει αποκτήσει ζωτική σημασία. Και αδέσμευτη δημοσιογραφία σημαίνει δημοσιογραφία που ελέγχει και ασκεί κριτική στην εξουσία, στην όποια εξουσία, χθες του ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα της ΝΔ και αύριο όποιας προκύψει από τις κάλπες. Γιατί η κριτική περιορίζει την αλαζονεία, την αυθαιρεσία και την παραβίαση των θεσμών, με άλλα λόγια συμβάλει στο να καταστήσει την εξουσία καλύτερη για το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνία. Το Διαδίκτυο προσφέρει τη δυνατότητα για αδέσμευτη και ποιοτική δημοσιογραφία, αλλά –επαναλαμβάνουμε– αυτή δεν εξασφαλίζεται τζάμπα.
- Δημοσιεύθηκε