Επιχειρείν αλά ελληΝΙΚΑ!
Το ανακάλυψα τυχαία, ψάχνοντας για κάτι άλλο στο διαδίκτυο, μου προκάλεσε το ενδιαφέρον έσπευσα να το προμηθευτώ και… δικαιώθηκα. Πρόκειται για το βιβλίο “Επιχειρείν αλά ελληΝΙΚΑ!”, του Ιωάννη Ν. Πρωτοπαπαδάκη*, που μέσα από πλούσιο αρχειακό φωτογραφικό υλικό αλλά και έρευνα, φέρνει στο φως άγνωστες λεπτομέρειες από τη δραστηριότητα των κορυφαίων ελληνικών επιχειρήσεων του 19ου και 20ού αιώνα. Μια ιστορική αναδρομή που σε πολλούς θα θυμίσει τα παιδικά μας χρόνια, ξυπνώντας αναμνήσεις και εικόνες από το παρελθόν. Ταυτόχρονα, η έκδοση παρουσιάζει τους επιχειρηματίες που κρύβονται πίσω από αυτές τις μάρκες, φωτίζοντας τις άγνωστες πτυχές της ζωής τους αλλά και της επιχειρηματικής τους πορείας.
Ο Ιωάννης Ν. Πρωτοπαπαδάκης και δεξιά το εξώφυλλο του βιβλίου.
Για το περιεχόμενο του βιβλίου, που αποτελεί και μια «τοιχογραφία» της εποχής στην οποία αναφέρεται, ο συγγραφέας γράφει στον Πρόλογο:
«Στο πέρασμα του χρόνου κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις κατάφεραν να ξεχωρίσουν και να αποδειχθούν διαχρονικές. Πρόκειται για επιχειρήσεις που χάρη στα πρωτοποριακά προϊόντα και υπηρεσίες που διέθεταν, θα κατάφερναν όχι μόνο να προσφέρουν στην οικονομική ζωή του τόπου, αλλά και να καταξιωθούν στη συνείδηση του κόσμου. Πολλές δε απ’ αυτές θα κατάφερναν όχι μόνο να κυριαρχήσουν στην ελληνική αγορά, αλλά και να ξεπεράσουν τα σύνορα της μικρής Ελλάδας και να μας εκπροσωπήσουν επάξια στο εξωτερικό.
Η ιστορία των επιχειρήσεων αυτών κατά κανόνα κινείται παράλληλα με την ιστορία του ελληνικού έθνους. Γνώρισαν και επέζησαν δύσκολων και ενίοτε τραγικών καταστάσεων που έμελλε να σημαδέψουν τη μοίρα της χώρας μας. Από το «δυστυχώς πτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη», στους Βαλκανικούς Πολέμους, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Παγκόσμια Υφεση του 1929, τους Δύο Παγκοσμίους Πολέμους, την Κατοχή, τον Εμφύλιο Σπαραγμό, καθώς και τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών.
Οι δε ιδρυτές τους εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να παραμένουν, λίγο πολύ, άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Και όμως, αυτοί οι άνθρωποι ήταν από τους σκαπανείς του ελληνικού εμπορίου και της βιομηχανίας, αρκετοί δε από αυτούς ήταν πάμφτωχοι ή ξεριζωμένοι από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, τη Μικρά Ασία (εξ ου και ο όρος «μικρασιατικό δαιμόνιο»), κατάφεραν όμως με τα πενιχρά μέσα της εποχής τους, αλλά οπλισμένοι με πολλή διάθεση και μόχθο για να δουλέψουν, να διαπρέψουν και να δημιουργήσουν ισχυρά οικοδομήματα.
Έχει ενδιαφέρον να πούμε ότι πολλοί από αυτούς κάνουν τα πρώτα τους δειλά επιχειρηματικά βήματα στην πλατεία Ομονοίας και πέριξ αυτής, όπου ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα αρχίζει να αναδεικνύεται στο κατ’ εξοχήν εμπορικό κέντρο της Ελλάδας, όπου συνωστίζονται χονδρέμποροι, λιανέμποροι και καταναλωτές. Με εξαίρεση ίσως κάποια μαγαζάκια που έχουν απομείνει σήμερα, για να μας θυμίζουν πως ήταν το κέντρο της Αθήνας κάποτε, κυρίως στην οδό Αθηνάς, όλα τα άλλα έχουν σήμερα αλλάξει, αφού το ιστορικό αυτό κέντρο, η άλλοτε μήτρα του ελληνικού εμπορίου και βιομηχανίας, έχει πλέον απαξιωθεί.
Αυτούς τους επιχειρηματίες μιας άλλης εποχής έρχεται να καταγράψει και να παρουσιάσει το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, το οποίο προσπαθεί να φωτίσει τις άγνωστες πτυχές της ζωής τους αλλά και της επιχειρηματικής τους πορείας. Αποτελεί ίσως έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους αυτούς τους πρωτοπόρους αλλά και τους άξιους συνεχιστές του έργου τους.
Φυσικά, οι 40 ιστορίες που παρουσιάζονται δεν εξαντλούν σε καμία περίπτωση το επιχειρηματικό γίγνεσθαι της σύγχρονης Ελλάδας. Πρόκειται ίσως για τις πιο γνωστές ελληνικές εμπορικές επωνυμίες του 19ου και 20ού αιώνα. Εταιρείες με πλούσια ιστορία αλλά και με ειλικρινή διάθεση να την μοιραστούν μαζί μας. Εταιρείες που έχουν φροντίσει να διασώσουν και να αναδείξουν, δημιουργώντας το δικό τους Ιστορικό Αρχείο ή δημοσιεύοντας επετειακές εκδόσεις, την ιστορική τους κληρονομιά.
Στην αντίπερα όχθη, στο στάδιο της έρευνας, ορισμένες πολύ γνωστές εταιρείες παρέμειναν εσωστρεφείς, αφού δεν φάνηκαν ιδιαίτερα πρόθυμες να συνεισφέρουν στο δύσκολο έργο της συλλογής αρχειακού υλικού. Τα στελέχη των επιχειρήσεων αυτών αδιαφόρησαν παντελώς, παρά τις επίμονες προσπάθειές μου, να βοηθήσουν στο δύσκολο έργο της συλλογής πληροφοριών και φωτογραφικού υλικού. Και, ας μην ξεχνάμε, μιλάμε για στελέχη του Μάρκετινγκ ή, ακόμη χειρότερα, για απογόνους των ιδρυτών. Οι πρώτοι ίσως θα πρέπει να πάρουν κανένα βιβλίο Μάρκετινγκ για να μάθουν εναλλακτικούς τρόπους προώθησης των προϊόντων τους. Οι δε δεύτεροι καλό είναι να μην ξεχνούν ότι το όνομά τους δεν το έχτισαν αυτοί αλλά κάποιοι άλλοι…
Ίσως, πάλι, να αγνοούν και οι ίδιες οι εταιρείες την ιστορία τους (μια περιήγηση στα site των εταιρειών αυτών θα σας πείσει για του λόγου το αληθές). Για όλες αυτές δεν γνωρίζουμε αν κάποια στιγμή εφαρμοστεί στην πράξη η γνωστή, ελαφρώς παραφρασμένη ρήση, «όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία του είναι καταδικασμένος να αφανισθεί», το σίγουρο πάντως είναι ότι η άγνοια αυτή θα προσδώσει σε άλλες ανταγωνιστικές εταιρείες, λιγότερο φειδωλές και πρόθυμες να αναδείξουν την ιστορία τους, ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Διαβάζοντας τις ιστορίες αυτές, συχνά συνειδητοποιούμε τον ισχυρό ρόλο ενός παραδοσιακού θεσμού, της οικογένειας, στην τέχνη του επιχειρείν. Αδέρφια που ξεκίνησαν μαζί την επιχειρηματική τους σταδιοδρομία και μοιράστηκαν τα ίδια οράματα, το κενό των οποίων θα αναλάμβανε κάποια στιγμή η επόμενη γενιά της οικογένειας, η οποία προετοιμαζόταν από καιρό, και ου το καθ’ εξής. Σήμερα, πολλές από αυτές τις αυτοκρατορίες εξακολουθούν να παραμένουν στους μακρινούς απογόνους των ιδρυτών. Υπήρχαν, όμως, και ορισμένες περιπτώσεις όπου η οικογένεια αποδείχθηκε αρκετά αδύναμη για να διατηρήσει ενωμένα τα μέλη της. Αποτέλεσμα: τα μέλη της να διασπαστούν και να γίνουν ανταγωνιστές ή, ακόμη χειρότερα, να λύσουν τις όποιες επιχειρηματικές διαφορές τους στα δικαστήρια.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που απορρέει από αυτό το βιβλίο έχει να κάνει με το κατά πόσο όλες αυτές οι επιχειρήσεις κατάφεραν μετά τη δεκαετία του ’70, όταν πλέον άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους πανίσχυροι ανταγωνιστές εκ του εξωτερικού, να επιβιώσουν και να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, κάποιες δεν θα αντέξουν και θα ‘’σβήσουν’’, ενώ άλλες θα εφοδιαστούν με σύγχρονα όπλα και θα βρεθούν στα χαρακώματα προκειμένου να διαφυλάξουν την ελληνικότητά τους ή τη διαχρονικότητα του ονόματός τους στην επιχείρηση. Για κάποιες άλλες, τέλος, η μοναδική λύση, σε ένα ιδιαίτερα έντονο ανταγωνιστικό περιβάλλον, ήταν η σύμπλευση με κάποιον πολυεθνικό όμιλο.
Σας αφήνω όμως τώρα να απολαύσετε αυτό το ταξίδι στο χρόνο. Εύχομαι αυτή η ιστορική αναδρομή σε μια άγνωστη Ελλάδα, να σας εντυπωσιάσει και να σας κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο. Τέλος, στην ηλεκτρονική διεύθυνση
*Ο Γιάννης Πρωτοπαπαδάκης είναι συγγραφέας, καθηγητής και εισηγητής σεμιναρίων σε θέματα μάρκετινγκ, ποιοτικής εξυπηρέτησης και διαχείρισης παραπόνων. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (MBA in Marketing) από το Cleveland State University (Αμερική). Πτυχιούχος του τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιά. Έχει συγγράψει 22 τίτλους, μεταξύ των οποίων τα: «Παράπονα Πελατών», «Υποδειγματική Εξυπηρέτηση Πελατών. 60 τρόποι για να δημιουργήσετε πιστούς πελάτες», «Τουριστικό Μάρκετινγκ», «Airbnb. Πώς να διαπρέψεις ως οικοδεσπότης» και «Γνωστά Ονόματα, Άγνωστες Ιστορίες 1,2,3». Αποσπάσματα από τα βιβλία, καθώς και συνεντεύξεις, έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρες εφημερίδες και περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς καθώς και στην τηλεόραση (Στάση ΕΡΤ, Ναυτεμπορική, Fortune Greece, ΒΗΜΑ), ενώ έχει προσκληθεί ως ομιλητής από διάφορες οργανώσεις και φορείς όπως TEDx, Palso, Σχολείο Τουρισμού Καλαμάτας, ΕΕΔΕ, Forum. Είναι διαχειριστής του μπλογκ marketing-tips.gr, έχει εργαστεί στο τμήμα μάρκετινγκ της Misko-Barilla, καθώς και -από το 2000 έως σήμερα- ως καθηγητής μάρκετινγκ και ποιοτικής εξυπηρέτησης, στην Le Monde, το IST και το New York. Αρθρογραφεί στο epixeiro.gr, είναι συνεργάτης της HotelTraining, ενώ έχει διατελέσει σύμβουλος μάρκετινγκ και προώθησης για το ιστορικό ξενοδοχείο «Το Σπίτι του Καπετάνιου» στην Πρέβεζα, το «Tesoro Hotel» στη Λευκάδα, το κατάστημα εστίασης «FoodLab» στη Χίο και το «Κτήμα Υδρούσα» στην Άνδρο.
- Δημοσιεύθηκε