Αφθονία πληροφοριών δεν σημαίνει και ποιότητα της Ενημέρωσης*

Όταν πρωτοεμφανίστηκε η ιδιωτική τηλεόραση, το Νοέμβριο του 1989, ο διευθυντής του “Έθνους”, Αλέκος Φιλιππόπουλος, καθησύχαζε: «Μην τη φοβάστε, λειτουργεί διαφημιστικά για τις σωστές εφημερίδες όπως γινόταν και με την ΕΡΤ. Θα παρουσιάζει το “τι, πού, πότε” και θ’ αφήνει το “πώς” και “γιατί” σ’ εμάς». Οι αριθμοί δεν τον δικαίωσαν, ενδεχομένως επειδή οι εφημερίδες δεν έπαιξαν σωστά το ρόλο τους. Ή γιατί η ιδιωτική τηλεόραση αποδείχτηκε πιο δύσκολος αντίπαλος από την κρατική.
Μέχρι το1989 η κυκλοφορία των εφημερίδων αυξάνονταν συνεχώς, φτάνοντας τα 308 εκατ. φύλλα· στο ζενίθ, σε μια χρονιά δραματικών πολιτικών εξελίξεων όπως το σκάνδαλο Κοσκωτά και οι διαδοχικές εκλογές. Έκτοτε άρχισε η φθίνουσα πορεία και το 1997, όταν η ενημέρωση από την ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση είχε αρχίσει να κυριαρχεί, ο αριθμός υποχώρησε στα 159 εκατ. φύλλα.
Η μεγαλύτερη μείωση καταγράφηκε την περίοδο 2005-2011, όταν το Διαδίκτυο εδραιώθηκε ως βασικό μέσον ενημέρωσης. Η συνολική κυκλοφορία έπεσε τότε στα 56 εκατ. φύλλα**. Η στροφή στο ψηφιακό τοπίο αποδείχθηκε καταλυτική.
Σήμερα, ακόμη και τα ειδησεογραφικά sites θεωρούνται ξεπερασμένα από πολλούς, καθώς η πλειονότητα στρέφεται στα social media για ενημέρωση. Ωστόσο δεν υπάρχουν πλέον στοιχεία για τις πωλήσεις εφημερίδων, αντίστοιχα με τα προαναφερθέντα. Οι επίσημες κυκλοφορίες δεν δημοσιοποιούνται· σχεδόν αντιμετωπίζονται ως «προσωπικά δεδομένα».
Η τεχνολογία έχει ενταχθεί πλήρως στη ζωή μας, αλλάζοντας ριζικά τα δεδομένα. Όπως αλλάξαμε διατροφικές συνήθειες, τρόπους διασκέδασης και κατανάλωσης μουσικής ή κινηματογράφου, έτσι αλλάζει και η ενημέρωση. Οι ειδήσεις μέσω διαδικτύου κερδίζουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον του κοινού όλων των ηλικιών, ειδικά όταν συνδυάζονται με διαδραστικά μέσα· εικόνες, βίντεο, γραφήματα, υπερσυνδέσμους κ.λπ.
Παρ’ όλα αυτά, ελπίζω ότι η έντυπη δημοσιογραφία, μεταβαίνοντας σε ψηφιακές μορφές, έχει ακόμη μέλλον. Η αφθονία πληροφοριών στο Internet δεν εξασφαλίζει και την ποιότητα της ενημέρωσης. Στο βιβλίο μου “Ο Συντάκτης Ύλης”, παραθέτω την άποψη του διευθυντή της αυστραλιανής “The Age”, Μάικλ Γκαέντα, ότι «ο ρόλος της εφημερίδας δεν μπορεί να υποκατασταθεί ούτε από την τηλεόραση, ούτε από το ραδιόφωνο, ούτε από το Διαδίκτυο», αν και ο ίδιος παραδέχεται ότι «οι σημερινές πολυσέλιδες εκδόσεις είναι φτωχές δημοσιογραφικά». Φράσεις που ειπώθηκαν το 2013, αλλά παραμένουν επίκαιρες και τώρα· 12 χρόνια μετά. Και φυσικά τις προσυπογράφω, πιστεύοντας ότι στις μέρες μας ο δημοσιογραφικός λόγος γίνεται απρόσωπος, ενίοτε και επικίνδυνος· όταν συνάδελφοι έχουν γνώμη για όλα και κυρίως για όσα δεν ξέρουν…
Ως επαγγελματίας της έντυπης δημοσιογραφίας για δεκαετίες, νοσταλγώ την εποχή που οι ρεπόρτερ έτρεχαν πίσω από την είδηση χωρίς να περιμένουν δελτίο τύπου. Ο δημοσιογράφος οφείλει να κυνηγά την αλήθεια, να αποκτά δεξιότητες για τις νέες μορφές επικοινωνίας, και να μην ξεπερνιέται από τη «Δημοσιογραφία των Πολιτών», η οποία – με τις νέες τεχνολογίες – επιτρέπει σε κάθε πολίτη να εκφράζεται, να σχολιάζει και να καταγράφει την επικαιρότητα.
Παρά τις ραγδαίες αλλαγές, η ανάγκη για ουσιαστική, τεκμηριωμένη και υπεύθυνη ενημέρωση παραμένει. Οι εφημερίδες ίσως να μην έχουν πια το χαρτί ως κύριο μέσο, αλλά ο πυρήνας της δημοσιογραφίας – η αναζήτηση της αλήθειας –, δεν πρόκειται να ξεπεραστεί. Όσοι την υπηρετούν με ήθος και συνέπεια, θα είναι πάντα αναγκαίοι, όποια κι αν είναι η μορφή του μέσου.